ἀφιλάνθρωπος

ἀφιλάνθρωπος
ἀφιλάνθρωπος
not loving men
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αφιλάνθρωπος — ἀφιλάνθρωπος ον (AM) αυτός που δεν αγαπά τους ανθρώπους, άσπλαχνος, σκληρός …   Dictionary of Greek

  • ἀφιλανθρώπως — ἀφιλάνθρωπος not loving men adverbial ἀφιλάνθρωπος not loving men masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφιλάνθρωπον — ἀφιλάνθρωπος not loving men masc/fem acc sg ἀφιλάνθρωπος not loving men neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφιλανθρωποτάτοις — ἀφιλάνθρωπος not loving men masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφιλανθρώπου — ἀφιλάνθρωπος not loving men masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφιλανθρώπους — ἀφιλάνθρωπος not loving men masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • αφιλανθρωπία — ἀφιλανθρωπία, η (Α) [αφιλάνθρωπος] έλλειψη φιλανθρωπίας, αγάπης για τους συνανθρώπους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”